- λαλιά
- ηφωνή, ομιλία, κελάδημα: Από το φόβο έχασε τη λαλιά του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λαλιά — λαλιά̱ , λαλιά talk fem nom/voc/acc dual λαλιά̱ , λαλιά talk fem nom/voc sg (attic doric aeolic) λαλιά̱ , λαλιή talk fem nom/voc/acc dual λαλιά̱ , λαλιή talk fem nom/voc sg (attic doric aeolic) λαλιός neut nom/voc/acc pl λαλιά̱ , λαλιός fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλιᾷ — λαλιά talk fem dat sg (attic doric aeolic) λαλιή talk fem dat sg (attic doric aeolic) λαλιός fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλιά — η (AM λαλιά, Α ποιητ. τ. λαλιή) [λαλώ] ομιλία, λόγος, φωνή (α. «λαλιά δεν έβγαλε από το στόμα του» β. «ὡς σπαρτίον τὸ κόκκινον χείλη σου καὶ ἡ λαλιά σου ὡραία», ΠΔ) νεοελλ. 1. κελάδημα ή φωνή πτηνού, λάλημα («καρτερούσες τού κράχτη πετεινού τη… … Dictionary of Greek
λαλιάν — λαλιά̱ν , λαλιά talk fem acc sg (attic doric aeolic) λαλιά̱ν , λαλιή talk fem acc sg (attic doric aeolic) λαλιά̱ν , λαλιός fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλιάς — λαλιά̱ς , λαλιά talk fem acc pl λαλιά̱ς , λαλιή talk fem acc pl λαλιά̱ς , λαλιός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλιαῖς — λαλιά talk fem dat pl λαλιή talk fem dat pl λαλιός fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλιαί — λαλιά talk fem nom/voc pl λαλιή talk fem nom/voc pl λαλιός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλιᾶς — λαλιά talk fem gen sg (attic doric aeolic) λαλιή talk fem gen sg (attic doric aeolic) λαλιός fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλιῆς — λαλιά talk fem gen sg (epic ionic) λαλιή talk fem gen sg (epic ionic) λαλιός fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλιῇ — λαλιά talk fem dat sg (epic ionic) λαλιή talk fem dat sg (epic ionic) λαλιός fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)